Οξυά, 31 Δεκέμβρη 2007
Πιάνουμε προζύμι. Λειώνουμε το προζύμι με χλιαρό νερό σε μπακιρένια κατσαρόλα. Ρίχνουμε λίγο αλάτι και αλεύρι. Συνεχίζουμε να χτυπάμε το μείγμα (προζύμι, αλεύρι, αλάτι) με χλιαρ(ι). Το αφήνουμε γύρω στις 2 ώρες να φουσκώσει.
Μετά το ζυμώνουμε σε ένα σκαφίδι. Ρίχνουμε αλεύρι, (κοσκινίζουμε / σιτίζουμε το αλεύρι) και ζυμώνουμε όλο το υλικό.
Σε μια πινακωτή – ξύλινο σκεύος με 10 ίσα χωρίσματα σε συνέχεια – στρώναμε σε όλες τις θήκες της πινακωτής μεγάλο μισάλ(ι) [άσπρο ύφασμα], το οποίο περίσσευε αρκετά για να σκεπάσουμε μετά το περιεχόμενο. Χωρίζουμε το μείγμα σε 10 ισομερή καρβέλια και το κάθε ένα από αυτά το βάζουμε ξεχωριστά σε κάθε θέση της πινακωτής.
Σκεπάζαμε την πινακωτή με το ίδιο μισάλ(ι).
Μετά από 2 περίπου ώρες ελέγχαμε – βάζοντας τον δείκτη του χεριού μας – πάνω σε κάθε καρβέλι για να δούμε αν έχει γίνει. Αν – βάζοντας το δάκτυλο – η ζύμη φούσκωνε σήμαινε ότι τα καρβέλια μας ήταν έτοιμα για ψήσιμο.
Ανάβαμε με δαδί το φούρνο μας με μεγάλα ξερά ξύλα, μια ώρα πριν το ψήσιμο για να κάψει ο φούρνος. Απλώναμε τα κάρβουνα στο φούρνο για να ζεσταθεί. Με τον «Κέλβερο/Κελβέρο» [είδος τσουγκράνας] τραβάγαμε τα κάρβουνα έξω από το φούρνο. Στη συνέχεια με την «Πάνα» [είδος σφουγγαρίστρας] καθαρίζαμε το φούρνο.
Από την πινακωτή βγάζαμε ένα ένα καρβέλι το βάζαμε σε ένα ξύλινο φτιαρ(ι) και το βάζαμε μέσα στον (πεντακάθαρο μα ζεστό ) φούρνο. Όταν τελειώναμε με τα καρβέλια κλείναμε την είσοδο του φούρνου με λαμαρινένια πόρτα με χερούλι και σφραγίζαμε το φούρνο αεροστεγώς με βούλτα [δείγμα καλοφαγωμένης αγελάδας] ή με ζυμάρι.
Καταλαβαίναμε πότε το ψωμί όταν είχε ξεραθεί εντελώς το υλικό που είχαμε σφραγίσει το φούρνο.
Για να διατηρηθούν φρέσκια τα καρβέλια που δεν τρώγαμε, τα σκεπάζαμε με σεντόνι και κουβέρτες.