Οξυά, 31 Δεκέμβρη 2007
Στη Ντουμπουλίτσα (ψιλό μακρόστενο ξύλινο δοχείο δεμένο με στεφάνια γύρω γύρω) ρίχναμε κατσικίσιο γάλα και το Βαράγαμε / Χτυπάγαμε με το ΝΤΟΜΠΟΛΟ (Ψιλό σχετικά κοντάρι που στην κάτω του άκρη είχε στρογγυλό δίσκο που χώραγε ίσα ίσα στη Ντουμπουλίτσα και το πάνω μέρος εξείχε από αυτήν για να το πιάνουμε). Η διαδικασία αυτή (το χτύπημα πάνω κάτω του γάλακτος) ξεχώριζε βούτυρο από γάλα. Με το χτύπημα το βούτυρο ανέβαινε στην κορυφή και το βγάζαμε σε μια λίμπα (βαθύ πιάτο).
Αδειάζαμε το ξυνόγαλο (χωρίς βούτυρο) πλέον σε κακάβι (μπακιρένιο δοχείο) και το :
α. Πίναμε (τρίβαμε ψωμί μέσα και γινόταν θαύμα ή το τρώγαμε με πίτα. Κόβαμε στη μέση του ταψιού ένα στρογγυλό κομμάτι πίτας και εκεί βάζαμε το κακάβι ή την μ(ι)σούρα και γινόταν ανάρπαστα και ξινόγαλο και πίτα) ή
Β. Βράζαμε το γάλα σε χαμηλή φωτιά. Κρύωνε και το ρίχναμε στη «Τζαντίλα» [Πάνινο τριγωνικό ύφασμα που δένεις τις άκρες του]. Τη Τζαντίλα την κρεμάγαμε ψηλά σε τσιγκέλια, ώστε να στραγγίζει το περιεχόμενό του. Αυτό που έμενε στην Τζαντίλα λέγεται Γκίζα και ήταν έτοιμη για φάγωμα.
Τώρα τον Ορό - το υγρό που είχε στραγγίξει από την Τζαντίλα – τον μαζεύαμε σε δοχείο και ήταν υπέροχη τροφή για τα σκυλιά μας.
Την Ντουμπολίτσα και πριν αλλά και μετά τη διαδικασία την πλέναμε (ρίχνοντας μέσα) με ζεστό νερό.