Σιτίζαμε το αλεύρι στο σκαφίδι. ανάλογα με την φαμίλια που είχαμε, γιομίζαμε το σκαφίδι αλεύρι, κάναμε μια γούβα στα μισά και ρίχναμε το αλάτι με το μάτι. Παίρναμε την πρωινή αρμεξιά από τα γίδια, στραγγίζαμε καλά το γάλα και το ρίχναμε στη γούβα σιγά-σιγά και ανακατώναμε με το αλεύρι. Ζυμώναμε ώσπου να γίνει μια σφιχτή αλευρωτή ζύμη.
Ύστερα το σκεπαίναμε με ένα καθαρό τραπεζομάντιλο και τ’ αφήναμε 2-3 ώρες να τραβήξει το γάλα του. Παίρναμε το κόσκινο (της Μπάμπω Τόλινας που ήταν πιο αρύ), το πλέναμε και το στεγνώναμε καλά. Στρώναμε μέσα σε καθαρό και αερισμένο δωμάτιο τα κρεβάτια και τους πάγκους με καθαρά σεντόνια και αρχινούσαμε το πέρασμα του ζυμαριού από το κόσκινο, το οποίο βάζαμε μέσα σε ένα μεγάλο ταψί. Ρίχναμε από λίγο-λίγο με τις χούφτες και ξανά και ξανά ώσπου να περάσει όλο το ζυμάρι. Όσο απόμενε στο τέλος το κάναμε μια τραχανόπιττα με μπόλικο βούτυρο από τη ντουμπουλίτσα.
Αφήναμε τον τραχανά απλωμένο στα σεντόνια για καμιά βδομάδα για να στεγνώσει, ενώ ανακατώναμε πολλές φορές. Προσέχαμε πολύ και από τις μύγες, σκεπάζοντας κιόλας με σεντόνια όταν ανοίγαμε τα βράδια τα παραθύρια. Όταν είχε στεγνώσει καλά, τον μαζεύαμε και τον κρατούσαμε σε πάνινη σακούλα για να ξεχειμάσουμε. Ήταν το κύριο ζυμαρικό του κάθε νοικοκυριού που συνόδευε τον λαγό, το αγριογούρουνο, το ήμερο γουρούνι και πάνω απ’ όλα το κολατσιό με το τυρί και το ψωμί.