Ομιλείτε....Οξυώτικα!
Περιληπτικές αναφορές σχετικά με τα φωνητικά γνωρίσματα και τα γλωσσικά ιδιώματα των Μαστοροχωρίων
Με την παράθεση των βασικών γνωρισμάτων στην ανάπτυξη της καθημερινής γλώσσας που ακολουθεί, δίνεται η δυνατότητα στον επισκέπτη να γνωρίσει τα βασικότερα από αυτά. Ο πλούτος των φωνητικών και γλωσσικών ιδιωμάτων που υπάρχει στην ευρύτερη περιοχή απαιτεί συλλογική και επιστημονική έρευνα και μελέτη.
Τα βασικότερα χαρακτηριστικά:
1. Το κρύψιμο (κώφωση)των άτονων ο και ω που ακούγονται σαν ου και των επίσης άτονων ε και αι που ακούγονται σαν ι : Πιδί (παιδί), κουρίτσι (κορίτσι) σκύβου (σκύβω) στρίβου (στρίβω), Δήμους (Δήμος), Νάσιους (Νάσιος)
2. Η αποβολή στα ρ. του άτονου ει στο 2ο και 3ο ενικό πρόσωπο : σκαβ’ς (σκάβεις), πλεν΄ς (πλένεις)
Γενικά καταγράφεται το κόψιμο της κατάληξης ρημάτων στο 3ο πρόσAωπο κυρίως. (εμπειρική επισήμανση)
3. Η αποβολή του υ ανάμεσα σε σύμφωνα (Φ’σεκ’ = Φυσέκι)
4. Η αποβολή του άτονου τελικού ι στα ουσιαστικά και ουδέτερα και του τελικού η στα θηλυκά: : μύτ’ (μύτη), κεφάλ’ (κεφάλι), Τετάρτ’ (Τετάρτη).
5. Η αποβολή των άτονων φωνηέντων και διψήφων ανάμεσα σε σύμφωνα : σ΄κωνουμαι (σηκώνομαι), τ΄ραου (τηράω=κοιτάζω), π’ ραζ (πειράζει), σκ’λι (σκυλι)
6. Η απόκρυψη μερικών συμφώνων, καθώς και η μετατροπή του ε σε ο (όξω=έξω, ορμήνια = ερμηνεία).
Με την παράθεση των βασικών γνωρισμάτων στην ανάπτυξη της καθημερινής γλώσσας που ακολουθεί, δίνεται η δυνατότητα στον επισκέπτη να γνωρίσει τα βασικότερα από αυτά. Ο πλούτος των φωνητικών και γλωσσικών ιδιωμάτων που υπάρχει στην ευρύτερη περιοχή απαιτεί συλλογική και επιστημονική έρευνα και μελέτη.
Τα βασικότερα χαρακτηριστικά:
1. Το κρύψιμο (κώφωση)των άτονων ο και ω που ακούγονται σαν ου και των επίσης άτονων ε και αι που ακούγονται σαν ι : Πιδί (παιδί), κουρίτσι (κορίτσι) σκύβου (σκύβω) στρίβου (στρίβω), Δήμους (Δήμος), Νάσιους (Νάσιος)
2. Η αποβολή στα ρ. του άτονου ει στο 2ο και 3ο ενικό πρόσωπο : σκαβ’ς (σκάβεις), πλεν΄ς (πλένεις)
Γενικά καταγράφεται το κόψιμο της κατάληξης ρημάτων στο 3ο πρόσAωπο κυρίως. (εμπειρική επισήμανση)
3. Η αποβολή του υ ανάμεσα σε σύμφωνα (Φ’σεκ’ = Φυσέκι)
4. Η αποβολή του άτονου τελικού ι στα ουσιαστικά και ουδέτερα και του τελικού η στα θηλυκά: : μύτ’ (μύτη), κεφάλ’ (κεφάλι), Τετάρτ’ (Τετάρτη).
5. Η αποβολή των άτονων φωνηέντων και διψήφων ανάμεσα σε σύμφωνα : σ΄κωνουμαι (σηκώνομαι), τ΄ραου (τηράω=κοιτάζω), π’ ραζ (πειράζει), σκ’λι (σκυλι)
6. Η απόκρυψη μερικών συμφώνων, καθώς και η μετατροπή του ε σε ο (όξω=έξω, ορμήνια = ερμηνεία).
Α
Α(δ)ρύ (το) : τσουχτερό κρύο
Αβγατίζω : αυξάνω, μεγαλώνω
Αβέρτα : άφθονα, συνεχώς
Άγανο (το) : Η βελόνα που έχει το στάχυ
Αγανός : αραιά υφασμένος
Αγάντα : σιγά-σιγά
Αγγειά : οικιακά κουζινικά σκεύη
Αγκουνάρ΄ : πέτρα που τοποθετείται στη γωνία του σπιτιού
Αγνάντιο : ψηλό μέρος, θέση για υπέροχη θέα
Αδαύτου : σε αυτό το σημείο
Αδράχτ' (το) : ειδικό ξύλο γύρω από το οποίο τυλίγεται το νήμα, που σχηματίζεται από το γνέσιμο
του μαλλιού που τοποθετείται στη ρόκα
Α-κα (ηχητ.) : Όχι.
Αλησμόνσει : Ξέχασε
Αλλαξιά : Δεύτερη φορεσιά
Αλ'σίβα : Βρασμένο σταχτόνερο χρήσιμο στο πλύσιμο των ρούχων
Αλυχτάω : γαβγίζω
Αλυχτάω : γαβγίζω
Αμ' τι : Αμ' πως αλλιώς
Αναμέριασε : Κάνε στην άκρη για να περάσω
Ανασκύρσ'εις (ρ) : Καθάρισες, έψαξες
Αντράλα : φασαρία
Αξούρστος : αξύριστος
Απακάτ ή Απ' κάτ' : από κάτω
Απίδ' (το) : αχλάδι
Απιδώθε : από εδώ
Απικείθε : από εκεί
Απουπέρα : απέναντι
Απουρρίχνω : Αποβάλλω
Απουσταίνου : κουράζομαι
Αραλίκ' (το) : Ξεγνοιασιά, ανεμελιά
Αρίδα : Τρυπάνι ξύλου,πόδι
Αρταίνουμι : Δεν νηστεύω
Αστουχάω : ξεχνώ
Αστριτσ' : Είδος φιδιού, έξυπνος άνθρωπος
Αφ'νους : αυτούς
Β
Βααίνω (ρ) : Γέρνω από μια πλευρά απ΄το βάρος
Βάβω : Η γιαγιά
Βαϊζω (ρ) : Γέρνω από μια πλευρά απ΄το βάρος
Βαρκό (το) : Χωράφι που νεροκρατεί
Βασκάνω : ματιάζω
Βατσινιά : Βατομουριά
Βελάν΄ : Βελανίδι
Βίγλα : Παρατηρητήριο
Βιρβιρίτσα : Ο σκιούρος
Βιτούλι : Κατσίκι ενός έτους
Βίτσα (η) : Λεπτή βέργα
Β'κέντρα : Αιχμηρό ραβδί για κέντρισμα βοδιών στο όργωμα
Β'νο : Βουνό
Βούλ'τα (τα) : Ακαθαρσίες αγελάδων
Βρονταλίδα (η) : Σαύρα με μαύρο κίτρινες βούλες
Γ
Γαβάθα : Βαθουλωτό πιάτο
Γανώνω (ρ) : Μαυρίζω ή γυαλίζω χαλκώματα
Γάστρα (η) : Μεταλλικό κοίλο καπάκι με χερούλι για ψήσιμο φαγητού
Γιατάκ' (το) : Κρεβάτι, χώρος ξεκούρασης
Γίδ' (το) : Ακοινώνητος άνθρωπος
Γίκος (ο) : Διπλωμένες κουβέρτες η μια πάνω στην άλλη
Γιόμα : Το μεσημέρι
Γκαβός (ο) : Τυφλός
Γκαμπράτσ' (το) : Οικιακό σκεύος
Γκανιάζω (ρ) : Κλαίω ασταμάτητα
Γκέσος (ο) : Τράγος
Γκιζ'εράω (ρ) : Κάνω βόλτες
Γκισέμ' (το) : Μεγάλο κριάρι
Γκλαβανή (η) : Καταπακτή μέσα στο δωμάτιο
Γκουγκούσ'α (τα) : Μικρά καρβελάκια ψωμιού
Γκούμπανος (ο) : Μεγάλο ζωύφιο
Γκούμπανος (ο) : Μεγάλο ζωύφιο
Γκουρτσιά (ρ) : Άγρια αχλαδιά
Γκ'ριτσίν' (το) : Το καλαμπόκι χωρίς σπόρους
Γλέπω (ρ) : Βλέπω
Γνέμα (το) : νήμα
Γουμάρ (το) : Το γαίδουρι
Γούπατο (το) : Βαθούλωμα εδάφους, απάνεμο
Γράβος (ο) : Φυλλοβόλο δένδρο με γερές μακριές βέργες, ειδικές για γκλίτσες
Γρεκ' (το) : Η καλύβα του βοσκού
Γρουμπούλ' (το) : Εξόγκωμα
Δ
Δαυλί (το) : Ξύλο αναμμένο, μεθυσμένος
Διακονιάρ'ς (ο) : Ο Ζητιάνος
Διακονιό (το) : Ζητιανιά
Διάτανος (ο) : Ο Διάβολος
Διβολίζω (ρ) : Οργώνω για δεύτερη φορά
Δικέλ' (το) : Σκαπτικό εργαλείο με δύο μύτες
Διπλάρ'κα (τα) : Τα ίδια, τα κοντινά
Δραγάτ'ς (ο) : Αγροφύλακας
Ε
Εδώια (επιρ) : Εδώ ακριβώς
Έμ'κει (ρ) : Ξέμεινε
Εμπατή (η) : Εσωτερικός χώρος εισόδου σπιτιού
Επιτώρ’ : Πριν από λίγο, προηγουμένως
Ζ
Ζ'βαρνιέμι (ρ) : Σέρνομαι
Ζ'γουρ' (το) : Το Μικρό αρνί
Ζ'γώνω : Πλησιάζω
Ζ'λαπ (το) : Άγριο ζώο
Ζ'σπουνα (η) : Γυναικείο Χοντρό πανωφόρι
Ζαβός (ο) : Ανάποδος άνθρωπος
Ζαγάρ' (το) : Κυνηγετικό σκυλί, ο πονηρός
Ζαϊρές (ο) : Τροφή για ζώα, Φαγητό
Ζαλ'κώνουμι (ρ) : Δένω με τριχιά φορτίο στους ώμους
Ζαμπί : Σύρτης πόρτας
Ζερβά (επιρ) : Αριστερά
Ζιάρα : Θράκα, Κάρβουνα
Ζιβζέκ'ς (ο) : Ο εύελικτος, ο δύστροπος
Ζιμπρέκ' (το) : Σύρτης πόρτας
Ζουμπάω : τρυπώ
Ζουμπίτσα : σπυρί στο στόμα γαϊδαρου
Ζουρλαίνουμι(ρ) : Τρελλαίνομαι
Η
Ήλιους ή βρουχή : επιλογή "μάνας" σε παιγνίδι
(Η)μερομήνια : Οι 12 πρώτες μέρες του Αυγούστου. Οι καιρικές συνθήκες αντιστοιχούσαν στον καιρό των επόμενων 12 μηνών
Θ
Θέμα (το) : Τοποθεσία πάνω από την ασβεσταριά
Θηλ' κώνω (ρ) : Κουμπώνω
Θιαμαίνομαι (ρ) : Σε θαυμάζω
Θ'κο μ' (αντων) : Δικό μου
Θ'κούλ (το) : Ξύλινο εργαλείο με δύο άκρες για το λίχνισμα σταριού
Θ'λια (η) : Θηλιά
Θ'μιάμα (το) : Το λιβάνι
Ι
Ικεί(γ)ια (επιρ) : Εκεί δα
Ινάτ' (το) : Το πείσμα
Λ
Λαγαρίζω (ρ) : Ξεθολώνω
Λαιμαργιά (η) : Στεφάνι γύρω από το λαιμό ζώου
Λακάω (ρ) : Φεύγω
Λαλ'σε (ρ) : Σάλεψε
Λαμπίκος (ο) : Πεντακάθαρος
Λαμπόγυαλο (το) : Γυάλινο κάλυμμα λάμπας πετρελαίου
Λανάρ' (το) : Εργαλείο για την επεξεργασία μαλλιού
Λάπατο (το) : Πλατανόφυλλο χόρτο ιδανικό για πίττες
Λειτουργιά (η) : Πρόσφορο για την εκκλησία
Λιάτα (η) : Μεγάλο τσεκούρι
Λίμπα (η) : Βαθύ πιάτο
Λόρδα (η) : Μεγάλη πείνα
Λουμάδες (οι) : Είδος παιγνιδιού
Κ
Καζίκ' (το) : Το πάθημα
Καζ'μάς : Σκαπτικό εργαλείο με ατσάλινη μύτη
Κακαράντζα (η) : Μικρή κοπριά αιγοπροβάτων
Κακκάβ' (το) : Μεγάλη κατσαρόλα
Καμπλάφ' : Το καπέλο Ιερέα
Καπίστρ' : Το χαλινάρι
Κασκαρίκα (η) : Φάρσα
Καστραβέτσ' (το) : Αγγούρι
Καταεί (επιρ) : Κάτω.
Καταντίπ (επιρ) : Καθόλου
Κατσιάρα (η) : Το μεγάλο βήμα
Κιτρομπόμπολα (τα) : Σπόροι κέδρου
Κλέτσ'κες (οι) : Οι μεγάλες βελόνες πλεξίματος
Κολ'τσίδα (η) : Άγριο χόρτο, ενοχλητικός
Κονάκι (το) : Μικρή καλύβα
Κόσ'α (η) : Μεγάλο δρεπάνι για κοπή τριφυλλιού
Κουλουφωτιά (η) : Η πυγολαμπίδα
Κουμάσ' (το) : κατάλλυμα πουλερικών, Πονηρός
Κουπρίτ΄ς (ο) : Ράτσα σκύλου, ο τεμπέλης άνθρωπος
Κουρελού (η) : Υφαντό από λουρίδες κουρελιών φτιαγμένο στον αργαλειό
Κουρκούτ' (το) : Χυλός με αλέυρι και νερό, άμυαλος
Κουροψαλ'δο (το) : Μεγάλο ψαλίδι για κούρεμα αιγοπροβάτων
Κουρφή (η) : Γάλα ελαφρώς ξυνό που η πήξη του αρχίζει από την κορυφή του δοχείου
Κουσεύω (ρ) : Τρέχω
Κουτάω (ρ) : Τολμώ
Κουτσ'κο (το) : Το μικρό παιδί
Κρένω (ρ) : Μιλάω
Κριτσ'νάει (ρ) : Αστράφτει
Κακαράντζα (η) : Μικρή κοπριά αιγοπροβάτων
Κακκάβ' (το) : Μεγάλη κατσαρόλα
Καμπλάφ' : Το καπέλο Ιερέα
Καπίστρ' : Το χαλινάρι
Κασκαρίκα (η) : Φάρσα
Καστραβέτσ' (το) : Αγγούρι
Καταεί (επιρ) : Κάτω.
Καταντίπ (επιρ) : Καθόλου
Κατσιάρα (η) : Το μεγάλο βήμα
Κιτρομπόμπολα (τα) : Σπόροι κέδρου
Κλέτσ'κες (οι) : Οι μεγάλες βελόνες πλεξίματος
Κολ'τσίδα (η) : Άγριο χόρτο, ενοχλητικός
Κονάκι (το) : Μικρή καλύβα
Κόσ'α (η) : Μεγάλο δρεπάνι για κοπή τριφυλλιού
Κουλουφωτιά (η) : Η πυγολαμπίδα
Κουμάσ' (το) : κατάλλυμα πουλερικών, Πονηρός
Κουπρίτ΄ς (ο) : Ράτσα σκύλου, ο τεμπέλης άνθρωπος
Κουρελού (η) : Υφαντό από λουρίδες κουρελιών φτιαγμένο στον αργαλειό
Κουρκούτ' (το) : Χυλός με αλέυρι και νερό, άμυαλος
Κουροψαλ'δο (το) : Μεγάλο ψαλίδι για κούρεμα αιγοπροβάτων
Κουρφή (η) : Γάλα ελαφρώς ξυνό που η πήξη του αρχίζει από την κορυφή του δοχείου
Κουσεύω (ρ) : Τρέχω
Κουτάω (ρ) : Τολμώ
Κουτσ'κο (το) : Το μικρό παιδί
Κρένω (ρ) : Μιλάω
Κριτσ'νάει (ρ) : Αστράφτει
Μ
Μ(π)ουρντζουκλαίω (ρ) : Κλαψουρίζω
Μακεδονήσ' (το) : Μαϊντανός
Μαλτέζα (η) : Γίδα που παράγει πολύ γάλα
Μαμαλίγκα (η) : Πηχτός χυλός από καλαμποκίσιο αλεύρι
Μανούρ' (το) : Είδος τυριού
Μάνταλο (το) : Σύρτης πόρτας
Μαρκάλεμα (το) : Το ζευγάρωμα κριαριού με προβατίνα
Μαρμάγκα (η) : Μεγάλη αράχνη
Μασίνα (η) : Σόμπα για το ψήσιμο
Ματσκαλ'νιαω (ρ) : Μασάω, μασουλάω
Μαυλάω (ρ) : Φωνάζω τα ζώα, τις κότες να έρθουν κοντά με ειδικές φράσεις για κάθε ένα.
Μελλάδερφος (ο) : Ετεροθαλής αδερφός
Μίρλα (η) : Συνεχές κλαψούρισμα
Μουλουγάω (ρ) : Διηγούμαι
Μπαϊλντίζω (ρ) : Κουράζομαι πολύ
Μακεδονήσ' (το) : Μαϊντανός
Μαλτέζα (η) : Γίδα που παράγει πολύ γάλα
Μαμαλίγκα (η) : Πηχτός χυλός από καλαμποκίσιο αλεύρι
Μανούρ' (το) : Είδος τυριού
Μάνταλο (το) : Σύρτης πόρτας
Μαρκάλεμα (το) : Το ζευγάρωμα κριαριού με προβατίνα
Μαρμάγκα (η) : Μεγάλη αράχνη
Μασίνα (η) : Σόμπα για το ψήσιμο
Ματσκαλ'νιαω (ρ) : Μασάω, μασουλάω
Μαυλάω (ρ) : Φωνάζω τα ζώα, τις κότες να έρθουν κοντά με ειδικές φράσεις για κάθε ένα.
Μελλάδερφος (ο) : Ετεροθαλής αδερφός
Μίρλα (η) : Συνεχές κλαψούρισμα
Μουλουγάω (ρ) : Διηγούμαι
Μπαϊλντίζω (ρ) : Κουράζομαι πολύ
Μπάκα (η) : Μεγάλη κοιλιά
Μπάκακας (ο) : Βάτραχος
Μπάκαλα (τα) : Πέτρες σε ποτάμια
Μπάλα (η) : Το Μέτωπο, μεγάλο δεμά τριφυλλιού, τοίχος σπιτιού
Μπατσαρόπιττα (η) : Λαχανόπιτα με καλαμποκίσιο αλέυρι
Μπιζ' (το) : Είδος παιγνιδιού
Μπίμ'τσα (η) : Χώρος φύλαξης πολύτιμων αντικειμένων
Μπιτ (επιρ) : Καθόλου
Μπιτ' για Μπιτ' : Καθόλου μα καθόλου
Μ'πλαρ (το) : Το μουλάρι
Μπλατσάρα (η) : Πίττα με καλαμποκίσιο αλεύρι
Μπουντζανίδα (η) : Μεγάλη φωτιά τις Απόκριες
Μπουρέκια (τα) : Είδη πίττας
Μπουχαρι (το) : Η Καμινάδα
Μπουχός (ο) : Στάχυα, φλούδες σιτηρών που τα παίρνει ο αέρας στο λίχνισμα, ο φευγάτος
Ν
Νίβουμι (ρ) : Πλένομαι
Νίλα (η) : Δυστυχία
Νομ΄(ρ) : Δώσε μου
Νοντάς : Μεγάλο δωμάτιο σπιτιού
Ντάμκα : Μπάλωμα (χρώματος), πιτσιλιά (χρώματος –διαφορετικός/παρδαλός χρωματισμός-) ( ο Τοίχος είναι ντάμκα ντάμκα)
Νταβάν' (το) : Μεγάλη μύγα που τσιμπάει τα ζώα
(Ν)ταβάς (ο) : Μεγάλο ταψί
Νταραβέρ' (το) : Η συναλλαγή
Ντζιώρας (ο) : Ξεροκέφαλος, επίμονος
Ντράβαλο (το) : Φασαρία, συνωστισμός
Ντραμ'ζάνα (η) : Μεγάλη γυάλινη μπουκάλα για κρασί, τσίπουρο
Ξ
Ξακρίζω (ρ) : καθαρίζω
Ξικ' να γένει (φρ) : Ας πάει χαμένο
Ξικαπίστρουτο (επ) : Άλογο, μουλάρι χωρίς χαλινάρι
Ξ'νογαλο (το) : Αποβουτυρωμένο γάλα
Ο
Όξου (επιρ) : Έξω
Οργιά (η) : Μέτρο μήκους ίσο με το άνοιγμα των χεριών
Όρσε (επιφ) : Πάρε
Ουδεκεί (επιρ) : Κοντά
Ούι : Αχ,
Ουρμηνεύω (ρ) : συμβουλεύω
Όχτος : Τοίχος στο κάτω μέρος των χωραφιών
Π
Πααίνω (ρ) : Πηγαίνω
Παλάντζα (η) : Κρεμαστή ζυγαριά
Παπάρα (η) : Μπαγιάτικο ψωμί μέσα σε βρασμένο νερό
Παραδώθε (επιρ) : Πιο κοντά
Παρέκεια (επιρ) : Πιο πέρα
Παστρεμάς (ο) : Κρέας που στεγνώνει
Πατσ'κάουρας (ο) : Πετούμενο ζωύφιο με δαγκάνες
Πεζούλ' (το) : Χαμηλός τοίχος που συγκρατεί χώματα
Περδικλώνομαι (ρ) : Μπερδεύω τα πόδια
Πετ'ρα (τα) : Χειροποίητα φύλλα για πίτα
Πηγαδούλ' (το) : Μικρό πηγάδι
Πίπκα (τα) : Μπρούμυτα
Πίστουμα (τα) : Μπρούμυτα
Πλατσα(ρ)νάω (ρ) : Χτυπώ το νερό με δύναμη
Ποντζ' (το) : Το βραστό τσίπουρο
Πουδένω (ρ) : Φοράω τα παπούτσια
Πουσ' (το) : Το Πηγάδι
Π'ραζ' (ρ) : Πειράζει
Πρεκ΄(το) : Πέτρινο ή ξύλινο στήριγμα
Π'στρόφια (τα) : Η επιστροφή των καλεσμένων την άλλη μέρα του γάμου στο σπίτι της νύφης
Πυροστιά (η) : Σιδερένια 3ποδη βάση που τοποθετείται η κατσαρόλα ή το ταψί για ψήσιμο
Ρ
Ρ' μαδ' (το) : Το Ερείπιο
Ράμα (το) : Σκοινί που χρησιμοποιείται για χάραξη ευθείων γραμμών στο χτήσιμο ή κόψιμο ξύλων
Ραμί (το) : Παιγνίδι με τράπουλα
Ρεμπεσκές (ο) : Ο απεριποίητος
Ρόκα (η) : Διχάλωτο ξύλο για το γνέσιμο μαλλιού
Ρουφτένιου (το) : Ψωμί από καλαμποκίσιο αλεύρι
Ρουχώνω (ρ) : Ζεστάθηκα
Σ
Σαΐτα (η) : Εργαλείο για να περνάνε το νήμα στον αργαλειό, ο γρήγορος
Σαρμανίτσα (η) : Η κούνια του μωρού
Σβαρνιάρα (η) : Ξύλινο εργαλείο που σέρνουν τα βόδια για να τριφτούν οι σβόλοι χώματος σε οργωμένο ήδη χωράφι
Σεβντάς (ο) : Το Μεράκι
Σ'έμπρους (ο) : Ο Συνέταιρος σε γεωργική δουλειά που έχει ένα βόδι ή άλογο
Σηκώνω το Φιόρο : Παίρνω απ' τον παπά ευχή
Σιαδ' (το) : Το ίσιωμα
Σιαζω (ρ) : Τακτοποιώ
Σιακατ΄ (επιρ) : Ίσια κάτω
Σιακείθε (επιρ) : Προς τα εκεί
Σιαμπράκαλα (τα) : Τα παλιά αντικείμενα
Σιαπέρα (επιρ) : Προς τα πέρα
Σιγκούν' (το) : Μάλλινο υφαντό αμάνικο πανωφόρι
Σιούμπασ΄ς : Ο ελαφρόμυαλος
Σιούμπασ'ης (ο) : Ο ελαφρόμυαλος
Σ(ι)ουρνάρα (η) : Ξύλο που ήταν όλο τρύπιο εσωτερικά (σωλήνα) για να περνάει το νερό. Συνεχής ροή μικρής ποσότητας νερού. (συν.Φύλλο που τοποθετείται στην πηγή για διευκόλυνση ροής νερού).
Σιούτα (η) : Κατσίκα χωρίς κέρατα
Σκαμνιά (η) : Μουριά
Σκαφίδα (η) : Μεγάλη ξύλινη λεκάνη
Σκλαβάκια : Είδος παιγνιδιού
Σκλέντζα : Μικρό ξύλο
Σκ'λι (το) : Το σκυλί
Σκλιντζιάρια : Παιγνίδι με ξύλα.
Σ'κουτί (το) : Το ρούχο
Σ'μα (επιρ) : Κοντά
Σταλίζω (ρ) : Κάθομαι στη σκια
Στανιό (επιρ) : Με το ζόρι
Στατέρ' (το) : Κρεμαστή ζυγαριά με άξονα και βαρίδι
Στέρφα (επιθ) : Θηλυκά ζώα που δε θα γεννήσουν
Στημόνι (το) : Μέρος του αργαλειού για τη διασταύρωση νημάτων
Στ'λιάρ (το) : Ξύλινο εργαλείο, ο αμόρφωτος
Στουρνάρ' (το) : Σκληρή κοκκινωπή πέτρα που αν χτυπηθεί βγάζει σπίθες
Στρέκουλας (ο) : Πετούμενο ζωύφιο με ουρά
Σφάλαγκας (ο) : Αράχνη
Σφουντζ'ρνάω (ρ) : Πετώ κάτι με δύναμη
Σ'χαρίκια (τα) : Φιλοδώρημα σε όποιον αναγγέλλει πρώτος ένα χαρμόσυνο γεγονός
Τ
Τ΄φέκ' (το) : Το Τουφέκι
Τάβλα (επιρ) : Στον τόπο
Τανιέμαι (ρ) : Τεντώνομαι
Τα'ράω (ρ) : κοιτάζω
Ταχιά (επιρ) : αύριο
Τέντζερης (ο) : Η κατσαρόλα
Τζαντίλα (η) : Μαντίλι με αραιή ύφανση που τοποθετείται για στράγγισμα το φρεσκοπηγμένο τυρί
Τζόρας (ο) : Ξεροκέφαλος
Τζούμπλα : Η μύτη του διαβήτη
Τίγκα (επιρ) : Εντελώς γεμάτο
Τ'λούμ' (το) : Το ασκί, ο άγριος ξυλοδαρμός
Τ'λούπα (η) : Ποσότητα μαλλιού που χωράει στη ρόκα, νιφάδα χιονιού
Τορός (ο) : Ίχνος ζώου
Τραϊ (το) : Ο τράγος
Τρουβάς (ο) : Το ταγάρι
Τσακμακ΄(το) : Ο αναπτήρας
Τσάκνα (τα) : Λεπτά ξύλα για προσάναμμα
Τσάρκος (ο) : Μικρό χώρισμα μέσα σε στάνη ή κατώι για μικρά κατσίκια και αρνιά
Τσέργα (η) : Μάλλινη κουβέρτα
Τσιάμαλ'σα (ρ) : Τα Έλιωσα
Τσίνορο (το) : Βλεφαρίδα
Τσιγκαρσούλ' : βελόνα με ξύλινη λαβή για τρύπημα δέρματος
Τσιούπρα (η) : Η κοπέλα
Τσίρλα (η) : Έντονη διάρροια
Τσούπα : Συμμαζεμένο, γερό (τσούπα μυαλό = πολύ μυαλό)
Τσουράπια (τα) : Μάλλινες χοντρές κάλτσες
Υ
Υνί (το) : Σιδερένια μυτερή άκρη στο αλέτρι
Υφάδ' (το) : Νήμα
Ύψωμα (το) : Πρόσφορο που ευλογείται από τον παπά τη μέρα της γιορτής κάποιου, λόφος
Φ
Φ' κέντρα (η) : Η βουκέντρα του ζευγά
Φαρσί (επιρ) : ασταμάτητα
Φασκιά (η) : Πλατιά υφασμάτινη λωρίδα που τύλιγαν τα μωρά
Φασκιώνω (ρ) : Τυλίγω με φασκιές το μωρό
Φελί (το) : Κομμάτι πίτας
Φιόρος (ο) : Μυρωδικό που δίνεται από τον παπά σε αυτόν που γιορτάζει
Φίσκα (επιρ) : Γεμάτο, τίγκα
Φλοέρας (ο) : Ο άμυαλος
Φορτωτήρα (η) : Ξύλο με διχάλα στην άκρη που χρησιμεύει για υποστύλωμα του σαμαριού στο φόρτωμα
Φούρκα (η) : Πάσσαλος με διχάλα
Φούσκος (ο) : Το χαστούκι
Φ'σέκ΄(το) : Το φυσίγγιο, ο μεθυσμένος
Φώλ' (το) : Το αυγό που υπάρχει πάντα στη φωλιά που γεννά η κότα, το κοινό ταμείο παρέας
Χ
Χάζ' (το) : Το γούστο
Χαλ'εύω (ρ) : Ζητάω
Χαμπέρ' (το) : Το νέο, η είδηση
Χειμαδιό (το) : Τόπος για ξεχειμώνιασμα κοπαδιού
Χλιαρ' (το) : Το ξύλινο κουτάλι
Χουγιαχτό (το) : η κραυγή για εκφοβισμό άγριων ζώων
Χούι (το) : Συνήθεια
Χρουσουζλιά : γρουσουζιά
Χρυσή (η) : Η ασθένεια ίκτερος
Χτικιό (η) : Η φυματίωση, η δύσκολη δουλειά, ο κακός άνθρωπος
Χτυπάρα (η) : Είδος παιγνιδιού
Ψ
Ψαχουλ'εύω (ρ) : Ψάχνω με επιμονή
Ψόφησ' το βόδι πάει ο σέμπρους : Χάλασε το συνεταιριλίκι
Ψωμολ΄σα (η) : Η μεγάλη πείνα
Ψωμομένος (επιθ) : Ο ευτραφής, ο ώριμος